έτοιος

έτοιος
-α, -ο (Μ ἔτοιος, -α, -ον)
τέτοιος, τέτοιου είδους
μσν.
1. τόσος, τόσο μεγάλος
2. φρ. «ἔτοιας λογῆς» — έτσι, ως εξής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέτοιος, με σίγηση τού αρχικού συμφώνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τέτοιος — α, ο, Ν (επιθ. αντων.) 1. αυτού τού είδους, τοιούτος («τέτοιος πού σαι καλά να πάθεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ο τέτοιος ο κίναιδος 3. φρ. «τέτοια ώρα, τέτοια λόγια» λέγεται για εκείνους που μιλούν σε ακατάλληλο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίτοιος + ἔτοιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”